τοσσατίου

τοσσατίου
τοσσάτιος
so great
masc/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • τοσσάτιος — ατίη, ον, Α (δεικτ. αντων.) 1. τόσο μεγάλος ή τόσο σπουδαίος («φεῡ, ἀπὸ τοσσατίου κάλλεος εἰμὶ κόνις», Βαβρ.) 2. τόσο εκτεταμένος («τοσσάτιον μογέεσκον ἐπὶ χρόνον», Απολλ. Ρόδ.) 3. (ο πληθ. αρσ. ως ουσ.) τοσσάτιοι τόσο πολλοί άνθρωποι 4. το ουδ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”